- κοκκύτης
- και κοκίτης, οιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος τού αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή —εισπνευστικό συριγμό— και τελειώνουν με την αποβολή διαυγούς κολλώδους βλέννας και, συχνά, με έμετο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ «κραυγή τού κούκου». Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.